φοροεισπράκτορας

φοροεισπράκτορας
ο, Ν
εισπράκτορας αρμόδιος να εισπράττει δημόσιους φόρους ή δημοτικά τέλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απαιτητής — ο (Α ἀπαιτητής) νεοελλ. αυτός που έχει απαίτηση, αξίωση για κάτι αρχ. συλλέκτης φόρων, φοροεισπράκτορας …   Dictionary of Greek

  • εθνικός — ή, ό (AM ἐθνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος («εθνική υπόθεση») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έθνη 3. (το επίθ. ως ουσ.) ο εθνικός ο ειδωλολάτρης 4. το ουδ. ως ουσ. γραμμ. το εθνικό(ν) παράγωγα ονόματα που δηλώνουν… …   Dictionary of Greek

  • καμινάρης — (I) και καμινάς, ο (Μ καμινάρης) αυτός που εργάζεται σε καμίνι, εργάτης, καμινιού, καμινευτής μσν. αυτός που ανάβει το καμίνι τού λουτρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμίνι + κατάλ. άρης*]. (II) ο (Μ καμινάρης) το αξίωμα που είχε ο επί τού φόρου τών… …   Dictionary of Greek

  • φοροσυνάχτης — ο, Ν φοροεισπράκτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρος + συνάγω «μαζεύω, συγκεντρώνω». Η λ., στον λόγιο τ. φοροσυνάκτης, μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή] …   Dictionary of Greek

  • Αλή Τσεκούρας — (; – 1821).Τούρκος φοροεισπράκτορας (σπαής) από την Τρίπολη, ονομαστός για τη θηριωδία του. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλή Τεσούκης ή Ντελής και έδρασε στην Πελοπόννησο στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Το παρωνύμιό του το οφείλει στο… …   Dictionary of Greek

  • Λαβουαζιέ, Αντουάν Λοράν — (Antoine Laurent Lavoisier, Παρίσι 1743 – 1794). Γάλλος φυσικός και χημικός, θεμελιωτής της σύγχρονης χημείας. Γιος πλούσιου δικηγόρου, απέκτησε εξαίρετη μόρφωση και ιδίως μοναδική προπαρασκευή στη φυσική και στα μαθηματικά, η οποία επέδρασε πολύ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”